- φιλόδαφνος
- -ον, Α(ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά τη δάφνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -δαφνος (< δάφνη), πρβλ. πολύ-δαφνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόδαφνε — φιλόδαφνος loving the laurel masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek